- κιθάρῃ
- κιθάρηι , κίθαριςplaying on the citharafem dat sg (epic)κιθά̱ρῃ , κιθάραlyrefem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιθάρη — κίθαρις playing on the cithara fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) κίθαρις playing on the cithara fem acc dual (doric aeolic) κιθά̱ρη , κιθάρα lyre fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TAENARIA — vulgo Capo Matapan Sophian. Capo Matna Gregorae, promontor. Peleponnesi, dividens sinum Messeniacum a Laconico, a Malea promuntor. 84. mill. pass. Suidas: Ταίναρον, ἀκρωτήριον Λακωνικῆς. Statius, Theb. l. 2. v. 32. Est locus Inachiae, dixerunt… … Hofmann J. Lexicon universale
κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… … Dictionary of Greek
νευρένδετος — νευρένδετος, ον (Α) δεμένος ή τεταμένος με νευρά, με χορδή, ή αυτός που φέρει τεταμένες χορδές («κιθάρη νευρένδετος», Μανέθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + ἔνδετος (< ἐνδέω [Ι] «δένω, συνδέω»), πρβλ. αργυρ ένδετος, χρυσ ένδετος] … Dictionary of Greek
νυκτιλάλος — ο (Α νυκτιλάλος, ον) αυτός που λαλεί ή ηχεί κατά τη νύχτα («νυκτιλάλος κιθάρη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λάλος (πρβλ. θρηνο λάλος)] … Dictionary of Greek
τειχομελής — ές, Α αυτός που με τη μελωδία του χτίζει τείχη («κιθάρη τείχομελής» η κιθάρα τού Αμφίονος, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + μελής (< μέλος), πρβλ. ἡδυ μελής] … Dictionary of Greek